- κομπρέσα
- η(λ. γαλλ. ή ιταλ.), τεμάχιο γάζας ή υφάσματος που διαβρέχεται με ζεστό ή κρύο νερό και τοποθετείται στην επιφάνεια του δέρματος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κομπρέσα — η ψυχρό ή θερμό επίθεμα, κομμάτι από γάζα ή ύφασμα ποτισμένο με νερό ή οινόπνευμα ή άλλη ουσία, το οποίο τοποθετείται εξωτερικά πάνω στο δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. compressa «πεπιεσμένο επίθεμα» < γαλλ. compresse < ρ. compressor < λατ.… … Dictionary of Greek
έμβρεγμα — το (Α ἔμβρεγμα) βρεγμένο επίθεμα, κομπρέσα νεοελλ. το φαρμακευτικό προϊόν που λαμβάνεται με τη μέθοδο τής εμβροχής … Dictionary of Greek
εκμαγείο — Κατασκεύασμα από εύπλαστο υλικό που στερεοποιείται, αφού πρώτα αποτυπωθεί πάνω σε αυτό η μορφή ενός στερεού σώματος· χρησιμοποιείται για την παρασκευή πιστού αντιτύπου ή αντιτύπων του σώματος αυτού. Λέγεται επίσης και μήτρα, τύποςκαλούπι. Η λέξη… … Dictionary of Greek
εμβροχή — (I) η (Α ἐμβροχή) 1. το να εμβραχεί κάτι, ύγρανση, μούσκεμα νεοελλ. 1. η διήθηση τού δέρματος νεκρού εμβρύου από το αμνιακό υγρό 2. μέθοδος εκχύλισης δρόγης για παραλαβή τών δραστικών συστατικών της αρχ. έμβρεγμα, κομπρέσα. (II) ἐμβροχή, η (Α)… … Dictionary of Greek
επίβρεγμα — ἐπίβρεγμα το (Α) [επιβρέχω] 1. κομπρέσα 2. βρέξιμο εξωτερικής επιφάνειας 3. αφέψημα 4. αλοιφή … Dictionary of Greek
κατάντλημα — κατάντλημα, τὸ (Α) [καταντλώ] 1. λουτρό 2. θερμό επίθεμα, κομπρέσα … Dictionary of Greek